Anonymous

μεσεύω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεσεύω''': ὡς τὸ [[μεσόω]], εἶμαι ἐν τῷ μέσῳ, [[κατέχω]] τὸ [[μέσον]] μεταξὺ δύο, [[μετὰ]] γεν., Πλάτ. Νόμ. 756Ε, Νουμήνιος παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 729Α. 2) ἀπολ., ἵσταμαι ἐν τῷ μέσῳ, μ. κατὰ τοὺς τόπους Ἀριστ. Πολιτ. 7. 7, 3· [[μένω]] [[οὐδέτερος]], Ξεν. Ἑλλην. 7. 1, 43.
|lstext='''μεσεύω''': ὡς τὸ [[μεσόω]], εἶμαι ἐν τῷ μέσῳ, [[κατέχω]] τὸ [[μέσον]] μεταξὺ δύο, [[μετὰ]] γεν., Πλάτ. Νόμ. 756Ε, Νουμήνιος παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 729Α. 2) ἀπολ., ἵσταμαι ἐν τῷ μέσῳ, μ. κατὰ τοὺς τόπους Ἀριστ. Πολιτ. 7. 7, 3· [[μένω]] [[οὐδέτερος]], Ξεν. Ἑλλην. 7. 1, 43.
}}
{{bailly
|btext=tenir le milieu de <i>ou</i> entre, gén..<br />'''Étymologie:''' [[μέσος]].
}}
}}