3,276,932
edits
(6_10) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μέταξα''': ἡ, Λατ. metaxa, ἀκατέργαστον μετάξι, «μετάξι», Προκόπ., κτλ.· [[ὡσαύτως]] [[μάταξα]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 46· - ὑποκορ. μετάξιον, τό, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ψ. 760· - μεταξάριος, ὁ, ὁ κατεργαζόμενος τὴν μέταξαν, «μεταξᾶς», Βασιλικ. Ἐκκλ. 25, τιτ. 12, § 56. - Ἅπαντα ξενικά· ἴδε Δουκάγγ. | |lstext='''μέταξα''': ἡ, Λατ. metaxa, ἀκατέργαστον μετάξι, «μετάξι», Προκόπ., κτλ.· [[ὡσαύτως]] [[μάταξα]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 46· - ὑποκορ. μετάξιον, τό, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ψ. 760· - μεταξάριος, ὁ, ὁ κατεργαζόμενος τὴν μέταξαν, «μεταξᾶς», Βασιλικ. Ἐκκλ. 25, τιτ. 12, § 56. - Ἅπαντα ξενικά· ἴδε Δουκάγγ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (ΑΜ [[μέταξα]], Μ και μετάξα)<br />κλωστική και [[υφαντική]] ύλη που εκκρίνεται από την [[κάμπια]] του μεταξοσκώληκα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[νήμα]] που κατασκευάζεται από αυτήν την ύλη<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μέταξα]] τεχνητή» ή «[[μέταξα]] φυτική» — το [[ρεγιόν]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>m</i><i>ā</i><i>taxa</i> / <i>m</i><i>ē</i><i>taxa</i>)]. | |||
}} | }} |