Anonymous

μέταξα: Difference between revisions

From LSJ
6_10
(c2)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0151.png Seite 151]] ἡ, auch [[μάταξα]] geschrieben, ein Fremdwort, rohe Seide, u. Seide überhaupt, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0151.png Seite 151]] ἡ, auch [[μάταξα]] geschrieben, ein Fremdwort, rohe Seide, u. Seide überhaupt, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''μέταξα''': ἡ, Λατ. metaxa, ἀκατέργαστον μετάξι, «μετάξι», Προκόπ., κτλ.· [[ὡσαύτως]] [[μάταξα]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 46· - ὑποκορ. μετάξιον, τό, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ψ. 760· - μεταξάριος, ὁ, ὁ κατεργαζόμενος τὴν μέταξαν, «μεταξᾶς», Βασιλικ. Ἐκκλ. 25, τιτ. 12, § 56. - Ἅπαντα ξενικά· ἴδε Δουκάγγ.
}}
}}