Anonymous

μῆον: Difference between revisions

From LSJ
524 bytes added ,  29 September 2017
25
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />sorte d’athamante, <i>plante ombellifère</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG -.
|btext=ου (τό) :<br />sorte d’athamante, <i>plante ombellifère</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG -.
}}
{{grml
|mltxt=και μέον, το (Α [[μῆον]] και μεῑον)<br /><b>βοτ.</b> ποώδες αρωματικό [[φυτό]] της οικογένειας τών σκιαδανθών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. πιθ. συνδέεται με τη [[ρίζα]] <i>mei</i>- της λ. [[μείων]] ή, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], με ΙΕ [[ρίζα]] <i>m</i><i>ē</i><i>i</i>- «[[μαλακός]], [[χαριτωμένος]], [[τρυφερός]]»].
}}
}}