Anonymous

μόσσυν: Difference between revisions

From LSJ
25
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ou</i> [[μόσυν]], <i>gén.</i> υνος (ὁ) :<br /><b>1</b> tour en bois;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> cabane, hutte en bois.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt iranien probable.
|btext=<i>ou</i> [[μόσυν]], <i>gén.</i> υνος (ὁ) :<br /><b>1</b> tour en bois;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> cabane, hutte en bois.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt iranien probable.
}}
{{grml
|mltxt=[[μόσσυν]], -υνος και μοσσύν, -ύνος, ὁ (ΑΜ, Α και μόσυν, ὁ)<br />[[ξύλινος]] [[πύργος]] ή [[σπίτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δρύφακτο]], [[περίφραγμα]]<br /><b>2.</b> <b>πιθ.</b> [[ναυπηγείο]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[πύργος]], έπαλξις».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. [[κυρίως]] του νότιου Εύξεινου Πόντου (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Μοσσύν</i>-<i>οικοι</i>, ονομ. λαού που κατοικούσε στην [[περιοχή]] αυτή). Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. από την Περσική].
}}
}}