μόσσυν
Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau
English (LSJ)
ῡνος, ὁ,
A wooden house or tower, ξύλινοι μ. Aen.Tact.33.3; ὁ βασιλεὺς [τῶν Μοσσυνοίκων] ὁ ἐν τῷ μόσσυνι X.An.5.4.26; σὺν τοῖς μοσσύνοις (as if from μόσσυνος, nisi leg. τοῖν μοσσύνοιν) ibid.; [οἱ Μοσσύνοικοι] οἰκοῦσιν ἐπὶ ξυλίνοις… πύργοις... μόσσυνας αὐτὰ καλοῦντες D.H.1.26, cf. Str.12.3.18.
2 palisade, Lyc.433.
3 prob. slip for shipbuilding, Id.1432. [μόσσῡνας proved by the metre in A.R. 2.1017, Call.Aet.Oxy.2080.70, Lyc. ll.cc.: freq. written μόσυν in codd.]
German (Pape)
[Seite 209] od. μόσυν, υνος, ein hölzerner Thurm, ein hölzernes Haus. wonach die Μοσσύνοικοι (s. nom. propr.) benannt sind; Ap. Rh. 2, 379. 1019, δουρατέοις πύργοισιν ἐν οἰκία τεκτήναντες καλλιμα καὶ πύργους εὐπηγέας, οὓς καλέουσι μόσσυνας; Xen. An. 5, 4, 26; D. Hal. 1, 26; der plur. lautet auch μόσυνοι, Schol. Ap. Rh. 2, 379; u. so steht σὺν τοῖς μοσύνοις bei Xen. a. a. O.
French (Bailly abrégé)
ou μόσυν, gén. υνος (ὁ) :
1 tour en bois;
2 p. ext. cabane, hutte en bois.
Étymologie: DELG emprunt iranien probable.
Russian (Dvoretsky)
μόσσῠν: или μόσσῠς, ῡνος ὁ (pl. μόσσυνες или μόσσυνοι) деревянная постройка, деревянная башня Xen.
Greek (Liddell-Scott)
μόσσυν: -ῡνος, ὁ, οἰκία ἐκ ξύλων ἢ πύργος, ὁ βασιλεὺς [τῶν Μοσσυνοίκων], ὁ ἐν τῷ μόσσυνι Ξεν. Ἀνάβ. 5. 4, 26· σὺν τοῖς μοσσύνοις, ὡς ἐξ ὀνόμ. μόσσυνος, (ἐκτὸς ἐὰν ἀναγνώσωμεν μετὰ τοῦ Schneid τοῖν μοσσύνοιν), αὐτόθι· [οἱ Μοσσύνοικοι] οἰκοῦσιν ἐπὶ ξυλίνοις... σταυρώμασι μόσσυνας αὐτὰ καλοῦντες Διον. Ἁλ. 1. 26, πρβλ. Στράβ. 549. Οὗτοι οἱ Μοσσύνοικοι κατὰ πρῶτον μνημονεύονται ὑπὸ τοῦ Ἡροδ. 3, 94., 7, 78, ὡς ἔθνος Ἀσιατικὸν κατοικοῦν παρὰ τὸν Εὔξεινον Πόντον πλησίον τῶν Κόλχων καὶ Τιβαρηνῶν, 3. 94., 7. 78. Λέγεται δὲ ὅτι ἐν τῇ χώρᾳ αὐτῶν παρήγετο φυσικὸς ὀρείχαλκος, Ἀριστ. π. Θαυμ. 62. [ῡ, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1016, 1018, ὅθεν φαίνεται ὡσαύτως ὅτι μόσσυν καὶ οὐχὶ μόσυν, εἶναι ὁ ἀληθὴς τύπος].
Greek Monolingual
μόσσυν, -υνος και μοσσύν, -ύνος, ὁ (ΑΜ, Α και μόσυν, ὁ)
ξύλινος πύργος ή σπίτι
αρχ.
1. δρύφακτο, περίφραγμα
2. πιθ. ναυπηγείο
3. (κατά τον Ησύχ.) «πύργος, έπαλξις».
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. κυρίως του νότιου Εύξεινου Πόντου (πρβλ. Μοσσύν-οικοι, ονομ. λαού που κατοικούσε στην περιοχή αυτή). Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. από την Περσική].
Greek Monotonic
μόσσυν: -ῡνος, ὁ, ξύλινο σπίτι ή πύργος, σε Ξεν. (πιθ. ξένη λέξη).
Frisk Etymological English
-υνος
Grammatical information: m.
Meaning: tower-like builtding of wood (X., A. R., Call., D. H.), also of other wood-constuctions (Lyc.).
Other forms: dat. pl. -νοις
Derivatives: Μοσσύν-οικοι m. pl. inhabitant of the μόσσυνες, name of a people south of the Pontos Euxeinos (Hecat., Hdt., X., Arist.); μοσσυνικοί ξύλινοι πίνακες μεγάλοι, ὥστε ἐν αὐτοῖς καὶ ἄλφιτα μάσσειν H.; also as ethnicon in μοσσυνικὰ μαζονομεῖα (Ar. Fr. 417), cf. H.
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Iran.X
Etymology: LW [loanword] from Iranian; cf. Westosset. masug turris; s. Lidén Strena philol. Upsal. (1922) 393ff., and Schwyzer 488 w. n. 4. To be rejected Kretschmer Glotta 22, 112 (preIE.), but accepted by Fur. 340. From the same source prob. also Slav. synъ πύργος' (Machek Listy filol. 72, 75f.); also Bonner, Cl. Qu. 46(1952)203.
Middle Liddell
μόσσυν, ῡνος, ὁ,
a wooden house or tower, Xen. [Prob. a foreign word.]
Frisk Etymology German
μόσσυν: -υνος
{móssun}
Forms: (Dat. pl. -νοις)
Grammar: m.
Meaning: turmartiges Gebäude aus Holz (X., A. R., Kall., D. H. usw.), auch von anderen Holzbauten (Lyk.).
Derivative: Davon Μοσσύνοικοι m. pl. Bewohner der μόσσυνες. N. eines Volks südlich vom Pontos Euxeinos (Hekat., Hdt., X., Arist. usw.); μοσσυνικοί· ξύλινοι πίνακες μεγάλοι H.; auch als Ethnikon in μοσσυνικὰ μαζονομεῖα (Ar. Fr. 417), vgl. H.
Etymology: LW aus dem Iranischen; vgl. westosset. masug turris; s. Lidén Strena philol. Upsal. (1922) 393ff., dazu Schwyzer 488 m. A. 4. Abzulehnen Kretschmer Glotta 22, 112 (voridg.). Aus derselben Quelle wohl auch slav. synъ πύργος (Machek Listy filol. 72, 75f.).
Page 2,258-259