3,274,729
edits
(6_19) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μισθαρχίδης''': -ου, ὁ, ([[ἀρχή]]) ὁ κληρονομικὸς [[ὑποψήφιος]] εἰς μισθοδοτούμενα ὑπουργήματα, υἱὸς τοῦ ἐπὶ ἁδρᾷ πληρωμῇ κατέχοντος ὑπούργημά τι, κωμικὸν πατρωνυμικὸν ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 597· πρβλ. [[σπουδαρχίδης]]. | |lstext='''μισθαρχίδης''': -ου, ὁ, ([[ἀρχή]]) ὁ κληρονομικὸς [[ὑποψήφιος]] εἰς μισθοδοτούμενα ὑπουργήματα, υἱὸς τοῦ ἐπὶ ἁδρᾷ πληρωμῇ κατέχοντος ὑπούργημά τι, κωμικὸν πατρωνυμικὸν ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 597· πρβλ. [[σπουδαρχίδης]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui recherche les fonctions lucratives.<br />'''Étymologie:''' [[μισθός]], [[ἀρχή]]. | |||
}} | }} |