Anonymous

μορμύσσομαι: Difference between revisions

From LSJ
25
(6_2)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μορμύσσομαι''': [[μορμολύττομαι]] Ι, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 70, εἰς Δῆλ. 297· - οὕτω μορμύνω, «μορμύνει· δεινοποιεῖ» Ἡσύχ.
|lstext='''μορμύσσομαι''': [[μορμολύττομαι]] Ι, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 70, εἰς Δῆλ. 297· - οὕτω μορμύνω, «μορμύνει· δεινοποιεῖ» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μορμύσσομαι]] (Α) [[μορμώ]]<br />[[μορμολύττομαι]].
}}
}}