Anonymous

μιξοβάρβαρος: Difference between revisions

From LSJ
25
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à moitié barbare.<br />'''Étymologie:''' [[μίγνυμι]], [[βάρβαρος]].
|btext=ος, ον :<br />à moitié barbare.<br />'''Étymologie:''' [[μίγνυμι]], [[βάρβαρος]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[μειξοβάρβαρος]], -η, -ο (ΑΜ [[μιξοβάρβαρος]], -ον, Α και [[μειξοβάρβαρος]], -ον)<br />μη [[γνήσιος]] [[Έλληνας]], αυτός που [[είναι]] [[κατά]] το ένα ήμισυ [[βάρβαρος]] και [[κατά]] το [[άλλο]] ήμισυ [[Έλληνας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η μιξοβάρβαρη</i><br />(για την ελληνική [[γλώσσα]]) [[γλώσσα]] ανάμικτη με βαρβαρισμούς<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε [[έθνος]] το οποίο αποτελείται από διάφορα βαρβαρικά φύλα<br /><b>2.</b> αυτός που χρησιμοποιεί [[γλώσσα]] ανάμικτη με βαρβαρισμούς, αυτός που μιλά μικτή [[γλώσσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μ</i>(<i>ε</i>)<i>ιξ</i>(<i>ο</i>)- του [[μίγνυμι]] / [[μείγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> [[βάρβαρος]].
}}
}}