Anonymous

μιξοβάρβαρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_23)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μιξοβάρβᾰρος''': κατὰ τὸ ἥμισυ [[βάρβαρος]] καὶ κατὰ τὸ [[ἄλλο]] [[Ἕλλην]], Εὐρ. Φοίν. 138, Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 15, Πλάτ. Μενέξ. 245D.
|lstext='''μιξοβάρβᾰρος''': κατὰ τὸ ἥμισυ [[βάρβαρος]] καὶ κατὰ τὸ [[ἄλλο]] [[Ἕλλην]], Εὐρ. Φοίν. 138, Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 15, Πλάτ. Μενέξ. 245D.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à moitié barbare.<br />'''Étymologie:''' [[μίγνυμι]], [[βάρβαρος]].
}}
}}