3,277,227
edits
(6_11) |
(25) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μητροπολιτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς μητρόπολιν, Σῳζομ. Ἐκκλ. Ἱστ. 3, 6, κλ. | |lstext='''μητροπολιτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς μητρόπολιν, Σῳζομ. Ἐκκλ. Ἱστ. 3, 6, κλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[μητροπολιτικός]], -ή, -όν) [[μητρόπολη]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μητρόπολη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «μητροπολιτική [[περιοχή]]» — [[μεγάλη]] [[πόλη]], [[μαζί]] με τα προάστια, τις πόλεις-δορυφόρους και τις περιοχές στις οποίες αυτή ασκεί καθοριστική οικονομική και κοινωνική [[επιρροή]], αλλ. [[μητρόπολη]]<br />β) «[[μητροπολιτικός]] [[σιδηρόδρομος]]» — [[αστικός]] [[ηλεκτροκίνητος]] [[σιδηρόδρομος]], εγκατεστημένος σε περίκλειστο διάδρομο αποκλειστικής χρήσης, γενικά σε διαφορετικό επίπεδο από το [[έδαφος]], [[υπόγειος]] ή υπερυψωμένος, ο [[οποίος]] προορίζεται αποκλειστικά για τη [[μεταφορά]] επιβατών και έχει [[μεγάλη]] [[πυκνότητα]] δρομολογίων, αλλ. [[μετρό]]<br />γ) «μητροπολιτικό [[συμβούλιο]]»<br />(εκκλ. δίκ.) [[ονομασία]] του συμβουλίου της αρχιεπισκοπής και τών μητροπόλεων της Εκκλησίας της Ελλάδος, το οποίο ασκεί [[εποπτεία]] στη [[διοίκηση]] και στη [[διαχείριση]] της περιουσίας και τών οικονομικών τών ενοριών της αρχιεπισκοπής και τών μητροπόλεων<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εκκλησιαστική [[μητρόπολη]] ή στον μητροπολίτη. | |||
}} | }} |