Anonymous

μονόγλωσσος: Difference between revisions

From LSJ
25
(6_5)
(25)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μονόγλωσσος''': Ἀττ. -ττος, ον, ([[γλῶσσα]]) ὁ μίαν μόνον γλῶσσαν λαλῶν, Εἰρηναῖος 1, 10, σ. 67 (;).
|lstext='''μονόγλωσσος''': Ἀττ. -ττος, ον, ([[γλῶσσα]]) ὁ μίαν μόνον γλῶσσαν λαλῶν, Εἰρηναῖος 1, 10, σ. 67 (;).
}}
{{grml
|mltxt=[[μονόγλωσσος]] και αττ. τ. μονόγλωττος, -ον (Α)<br />αυτός που μιλά μία μόνο [[γλώσσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- - -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλώσσα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολύ</i>-<i>γλωσσος</i>].
}}
}}