μονόγλωσσος
From LSJ
φέρουσα κατακρύπτει ἐς τὸ ἀφραστότατόν οἱ ἐφαίνετο εἶναι → wherefore she bore it away and hid it where she thought it would be hardest to find
German (Pape)
[Seite 202] att. -γλωττος, einzüngig, nur eine Sprache redend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μονόγλωσσος: Ἀττ. -ττος, ον, (γλῶσσα) ὁ μίαν μόνον γλῶσσαν λαλῶν, Εἰρηναῖος 1, 10, σ. 67 (;).
Greek Monolingual
μονόγλωσσος και αττ. τ. μονόγλωττος, -ον (Α)
αυτός που μιλά μία μόνο γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- - -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. πολύγλωσσος].