Anonymous

μονία: Difference between revisions

From LSJ
905 bytes added ,  29 September 2017
25
(6_23)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μονία''': Ἰων. -ίη, ἡ, ([[μένω]]) τὸ μένειν, διαμένειν, Ἐμπεδ. 168· ἴδε περιηγὴς 3.
|lstext='''μονία''': Ἰων. -ίη, ἡ, ([[μένω]]) τὸ μένειν, διαμένειν, Ἐμπεδ. 168· ἴδε περιηγὴς 3.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[μονία]] και ιων. τ. μονίη, ἡ (Α)<br />[[κατάσταση]] ακινησίας ή αταραξίας, [[σταθερότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>μον</i>- του [[μένω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[μονή]]), κατ' [[απόσπαση]] από τα σύνθ. <i>εμμονίη [[καταμονίη]],].———————— <b>(II)</b><br />[[μονία]], ἡ (ΑΜ, Α ιων. τ. μονίη) [[μόνος]]<br />το να ζει [[κανείς]] απομονωμένος, [[μοναξιά]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εμμονή]]<br /><b>2.</b> η ζωή [[μοναχού]], ο [[μοναστικός]] [[βίος]]<br /><b>3.</b> [[κελλί]] [[μοναχού]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανεξαρτησία]].
}}
}}