Anonymous

μονία: Difference between revisions

From LSJ
3
(25)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[μονία]] και ιων. τ. μονίη, ἡ (Α)<br />[[κατάσταση]] ακινησίας ή αταραξίας, [[σταθερότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>μον</i>- του [[μένω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[μονή]]), κατ' [[απόσπαση]] από τα σύνθ. <i>εμμονίη [[καταμονίη]],].———————— <b>(II)</b><br />[[μονία]], ἡ (ΑΜ, Α ιων. τ. μονίη) [[μόνος]]<br />το να ζει [[κανείς]] απομονωμένος, [[μοναξιά]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εμμονή]]<br /><b>2.</b> η ζωή [[μοναχού]], ο [[μοναστικός]] [[βίος]]<br /><b>3.</b> [[κελλί]] [[μοναχού]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανεξαρτησία]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[μονία]] και ιων. τ. μονίη, ἡ (Α)<br />[[κατάσταση]] ακινησίας ή αταραξίας, [[σταθερότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>μον</i>- του [[μένω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[μονή]]), κατ' [[απόσπαση]] από τα σύνθ. <i>εμμονίη [[καταμονίη]],].———————— <b>(II)</b><br />[[μονία]], ἡ (ΑΜ, Α ιων. τ. μονίη) [[μόνος]]<br />το να ζει [[κανείς]] απομονωμένος, [[μοναξιά]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εμμονή]]<br /><b>2.</b> η ζωή [[μοναχού]], ο [[μοναστικός]] [[βίος]]<br /><b>3.</b> [[κελλί]] [[μοναχού]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανεξαρτησία]].
}}
{{elru
|elrutext='''μονία:''' ион. μονίη ἡ покой, неподвижность, устойчивость Emped.
}}
}}