Anonymous

μύω: Difference between revisions

From LSJ
3,397 bytes added ,  29 September 2017
26
(Autenrieth)
(26)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=aor. 3 pl. μύσαν, perf. μέμῦκεν: [[close]], said of the eyes, wounds, Il. 24.637, 420. (Il.)
|auten=aor. 3 pl. μύσαν, perf. μέμῦκεν: [[close]], said of the eyes, wounds, Il. 24.637, 420. (Il.)
}}
{{grml
|mltxt=μύω (Α)<br /> <b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[κλείνω]] («[[ὕπνος]] ἔμυσε κόρας», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /> <b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b><br /> (για ανθρώπους και ζώα) [[κλείνω]] τα μάτια ή τα χείλια («μύω τε καὶ [[δέδορκα]]», <b>Σοφ.</b>)<br /> <b>3.</b> (για τα μάτια, το [[στόμα]] ή [[άλλο]] συστελλόμενο [[άνοιγμα]]) [[είμαι]] [[κλειστός]], [[κλείνω]], κλείνομαι<br /> <b>4.</b> (για φυτά) ξηραίνομαι, μαραίνομαι («ἀστάχυσι μεμυμόσι ἐξ αὐχμοῡ», Φιλ.)<br /> <b>5.</b> <b>μτφ.</b> α) [[εξασθενώ]], [[φθίνω]] («τῷ λιμῷ μεμυκότες», <b>Ιώσ.</b>)<br /> β) [[προσπαθώ]] να περιορίσω τη [[σκέψη]] μου, να μη [[σκέπτομαι]] [[τίποτε]] («μύσαντες τῷ λογισμῷ», <b>Πλούτ.</b>)<br /> γ) (για πόνο, [[θύελλα]] <b>κ.λπ.</b>) [[ησυχάζω]], καταπραΰνομαι<br /> <b>6.</b> [[κλείνω]] τα μάτια μου από πόνο ή φόβο.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[μαρτυρία]] του απρμφ. αορ. <i>μῦσαι</i>, με μακρό -<i>ῡ</i>-, και <i>μύσαι</i>, με βραχύ -<i>ῠ</i>-, γεννά προβλήματα ως [[προς]] την ετυμολόγηση του <i>μύω</i>. Σύμφωνα με την επικρατέστερη [[άποψη]], ο τ. <i>μύω</i> ανάγεται σε <i>muy</i><sup>e</sup> / <sub>o</sub>-, [[οπότε]] το -<i>ῡ</i>- [[είναι]] μακρό. Στην [[περίπτωση]] αυτή ο τ. <i>μύ</i>-<i>σ</i>-<i>της</i> ερμηνεύεται ως παρεκτεταμένος με -<i>σ</i>- [[σχηματισμός]] από το θ. -<i>μυ</i>- του <i>μύω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θύω</i> — <i>θύ</i>-<i>σ</i>-<i>της</i>) και το ρ. μπορεί να αναχθεί στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>m</i><i>ū</i>- «μίμησης του ήχου που παράγεται με τα χείλη σφιγμένα» (<b>πρβλ.</b> [[μυκός]], [[μύζω]] [ΙΙ], [[μύλλον]]). Έτσι θα μπορούσε να εξηγηθεί και η σημασιολογική [[εξέλιξη]] της λ., του, ενώ στην [[αρχή]] χρησιμοποιήθηκε με σημ. «[[κλείνω]] τα μάτια», [[γρήγορα]] η σημ. του «[[κλείνω]]» επεκτάθηκε και στα χείλια (για τη σημ. <b>βλ.</b> και λ. [[μύστης]]). Αν θεωρηθεί ότι το -<i>ῠ</i>- του ρ. [[είναι]] βραχύ, [[τότε]] ο τ. [[πρέπει]] να ανάγεται σε [[ρίζα]] <i>mus</i>-<i>y</i><sup>e</sup>/<sub>o</sub>-, σ' αυτήν όμως την [[περίπτωση]] δεν ερμηνεύεται ο τ. του παρακμ. <i>μέμῡκα</i>, [[παρά]] μόνο ως αναλογικός [[σχηματισμός]]. Στη Μυκηναϊκή, [[τέλος]], μαρτυρείται ο τ. <i>mujomeno</i> «μυημένος, [[μύστης]]», που θα προϋπέθετε ένα ρ. <i>μυίομαι</i> με τη σημ. του <i>μυοῦμαι</i>].
}}
}}