Anonymous

νεοθήξ: Difference between revisions

From LSJ
26
(6_11)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεοθήξ''': ῆγος Αἰολ. ᾶγος, ὁ, ἡ, = [[νεοθηγής]], Σαπφὼ 119, Ἀνθ. Π. 7. 181· «νεοθῆγι, νεωστὶ ἀκονηθέντι» Σουΐδ.
|lstext='''νεοθήξ''': ῆγος Αἰολ. ᾶγος, ὁ, ἡ, = [[νεοθηγής]], Σαπφὼ 119, Ἀνθ. Π. 7. 181· «νεοθῆγι, νεωστὶ ἀκονηθέντι» Σουΐδ.
}}
{{grml
|mltxt=[[νεοθήξ]], -ῆγος και αιολ. τ. νεόθαξ, -αγος, ὁ και ἡ (Α)<br />[[νεόθηκτος]] («νεόθαξ [[σίδαρος]]», Σαπφ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θήξ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θήγω]]), <b>πρβλ.</b> <i>φιλο</i>-<i>θήξ</i>].
}}
}}