νεοθήξ

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοθήξ Medium diacritics: νεοθήξ Low diacritics: νεοθήξ Capitals: ΝΕΟΘΗΞ
Transliteration A: neothḗx Transliteration B: neothēx Transliteration C: neothiks Beta Code: neoqh/c

English (LSJ)

-ῆγος, Aeol. ᾱγος, ὁ, ἡ, = νεοθηγής, σίδαρος Sapph.119, AP7.181 (Andronic.), cf. Archestr.Fr.31.

German (Pape)

[Seite 242] ῆγος, = νεοθηγής; σίδηρος, Andronic. ep. (VII, 181); νεοθᾶγι σιδήρῳ, Sapph. 3 (VII, 489).

Russian (Dvoretsky)

νεοθήξ: ῆγος adj. свежеотточенный (σίδηρος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

νεοθήξ: ῆγος Αἰολ. ᾶγος, ὁ, ἡ, = νεοθηγής, Σαπφὼ 119, Ἀνθ. Π. 7. 181· «νεοθῆγι, νεωστὶ ἀκονηθέντι» Σουΐδ.

Greek Monolingual

νεοθήξ, -ῆγος και αιολ. τ. νεόθαξ, -αγος, ὁ και ἡ (Α)
νεόθηκτος («νεόθαξ σίδαρος», Σαπφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -θήξ (< θήγω), πρβλ. φιλοθήξ].

Greek Monotonic

νεοθήξ: -ῆγος, ὁ, ἡ, = νεοθηγής, σε Ανθ.

Middle Liddell

νεο-θήξ, ῆγος, = νεοθηγής, Anth.]