Anonymous

ναυσίδρομος: Difference between revisions

From LSJ
26
(6_17)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ναυσίδρομος''': -ον, ὁ ἐπιταχύνων τὸν πλοῦν πλοίου, Ὀρφ. Ὕμν. 73. 10.
|lstext='''ναυσίδρομος''': -ον, ὁ ἐπιταχύνων τὸν πλοῦν πλοίου, Ὀρφ. Ὕμν. 73. 10.
}}
{{grml
|mltxt=[[ναυσίδρομος]], -ον (Α)<br />αυτός που επιταχύνει τον πλου καραβιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> δοτ. πληθ. <i>ναυσί</i> του [[ναῦς]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> [[δρόμος]].
}}
}}