ναυσίδρομος

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυσίδρομος Medium diacritics: ναυσίδρομος Low diacritics: ναυσίδρομος Capitals: ΝΑΥΣΙΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: nausídromos Transliteration B: nausidromos Transliteration C: nafsidromos Beta Code: nausi/dromos

English (LSJ)

ναυσίδρομον, ship-speeding, οὖρος Orph.H.74.10.

German (Pape)

[Seite 232] den Lauf der Schiffe fördernd, οὖ. ρος, Orph. H. 73, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ναυσίδρομος: -ον, ὁ ἐπιταχύνων τὸν πλοῦν πλοίου, Ὀρφ. Ὕμν. 73. 10.

Greek Monolingual

ναυσίδρομος, -ον (Α)
αυτός που επιταχύνει τον πλου καραβιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί του ναῦς «πλοίο» + δρόμος.