3,274,313
edits
(T22) |
(26) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=([[νεώτερος]]) νεωτέρα, νεώτερον (comparitive of [[νέος]], [[which]] [[see]]) (from [[Homer]] [[down]]), younger; i. e., a. younger ([[than]] [[now]]), [[young]], [[youthful]] (A. V. younger ([[relatively]])): πρεσβυετεροι, younger by [[birth]]: an [[attendant]], [[servant]] ([[see]] [[νεανίσκος]], at the [[end]]): [[inferior]] in [[rank]], opposed to ὁ [[μείζων]], Luke 22:26. | |txtha=([[νεώτερος]]) νεωτέρα, νεώτερον (comparitive of [[νέος]], [[which]] [[see]]) (from [[Homer]] [[down]]), younger; i. e., a. younger ([[than]] [[now]]), [[young]], [[youthful]] (A. V. younger ([[relatively]])): πρεσβυετεροι, younger by [[birth]]: an [[attendant]], [[servant]] ([[see]] [[νεανίσκος]], at the [[end]]): [[inferior]] in [[rank]], opposed to ὁ [[μείζων]], Luke 22:26. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο και [[νιος]], -ά, -ό (ΑΜ [[νέος]], -α, -ον, Α ιων. τ. νεῑος, -η, -ον Α θηλ. και -ος και ιων. τ. νέη και συνηρ. τ. νῇ, Μ και [[νεός]], -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] μικρής ηλικίας, [[νεαρός]], [[νεανίας]] (α. «κοιμάται ο [[νέος]] [[ωραίος]] [[βοσκός]]», Γρυπ.<br />β. «παιδὸς [[νέας]] ὣς κάρτ' ἐμωμήσω φρένας», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που αρμόζει σε νεαρό [[άτομο]], ο [[νεανικός]] («παῑς δ' ἐμὸς τάδ' οὐ κατειδὼς ἤνυσεν νέῳ θράσει», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> (για ζώα) αυτός που [[μόλις]] γεννήθηκε («καὶ οἱ μὲν νέοι τῶν νεβρῶν [[οὕτως]] ἁλίσκονται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> (σπάν. και για τα φυτά) αυτός που βλάστησε πρόσφατα («ὁ δ' ερινεὸν ὀξέει χαλκῷ τάμνε νέους ὄρπηκας», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> (για πράγματα, καταστάσεις, φαινόμενα) [[καινούργιος]], [[πρόσφατος]] (α. «νέα [[επίπλωση]]» β. «νέο [[κρασί]]» γ. «σε νέα ταξίδια μάς καλούν τα πλοία στα γαλανά τα κύματα», Γρυπ.<br />δ. «πόνοι... νέοι παλαιοῑσι συμμιγεῑς κακοῑς», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>6.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) <i>ο [[νέος]], <i>η νέα</i><br />[[άτομο]] νεαρής ηλικίας (α. «όταν ο [[νέος]] ανήγγειλεν ὅτι θα είχε ναύλον», Παπαδ.<br />β. «ἀγόρευον... ἠμὲν νέοι ἠδὲ γέροντες», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>7.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που πήρε πρόσφατα μια [[θέση]] αντικαθιστώντας άλλον («[[νέος]] [[δήμαρχος]]»)<br /><b>8.</b> (για γεγονότα) [[ασυνήθιστος]], [[απροσδόκητος]], [[πρωτοφανής]], [[παράδοξος]] (α. «νέα ήθη» β. «ἐπεφόβηντο καὶ ἐδόκει τι [[νέον]] ἔσεσθαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>9.</b> (για διαιρέσεις χρόνου) αυτός που [[μόλις]] άρχισε (α. «νέο [[έτος]]» β. «νέα [[εβδομάδα]]»)<br /><b>10.</b> (το θετ. ή συγκριτ. ως ουσ.) <i>ο [[νέος]] και <i>ο [[νεώτερος]]<br />(για [[παιδιά]] που έχουν το ίδιο όνομα με τον [[πατέρα]] τους ή με κάποιον επιφανή πρόγονό τους) ο [[δεύτερος]] («Κωνσταντίνος ο [[νεώτερος]]»)<br /><b>11.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι νέοι</i><br />το [[σύνολο]] τών νεαρών ατόμων μιας κοινωνίας, η [[νεολαία]] («οι νέοι [[κάθε]] εποχής συνηθίζουν να χρησιμοποιούν ένα ιδιόρρυθμο γλωσσικό [[ιδίωμα]]»)<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> α) «Νέα [[Ρώμη]]» — η Κωνσταντινούπολη<br />β) «εκ νέου» — [[πάλι]], για δεύτερη ή πολλοστή [[φορά]] («θα στο πω εκ νέου [[μήπως]] και το καταλάβεις»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] [[ζωντάνια]], [[σφριγηλός]], [[δραστήριος]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει [[σχέση]] ή και [[ομοιότητα]] με κάποιον που έζησε [[πριν]] από αυτόν («ο [[νέος]] Ναπολέων»)<br /><b>3.</b> (το ουδ. στον εν. και πληθ. ως ουσ.) <i>το νέο</i> και <i>τα νέα</i><br />[[είδηση]], [[πληροφορία]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[κάτι]] που εμφανίζεται για πρώτη [[φορά]], καινούργια [[κατάσταση]] («οι συντηρητικοί [[πάντοτε]] αντιδρούν στο νέο και επιδιώκουν να εμποδίσουν την ανάπτυξή του»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «Νέοι Έλληνες» — οι [[Νεοέλληνες]]<br />β) «νέα [[γενιά]]» — η [[νεολαία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για στρατιώτη) [[νεοσύλλεκτος]]<br /><b>2.</b> (για βασιλιά σε [[περίπτωση]] συμβασιλείας) αυτός που έχει αναλάβει τα καθήκοντά του πρόσφατα<br /><b>3.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πρόσφατα<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[νέος]] [[καιρός]]» — [[άνοιξη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οξύς]], [[ορμητικός]]<br /><b>2.</b> [[ανήλικος]]<br /><b>3.</b> αυτός που προσχώρησε στη χριστιανική [[πίστη]] πρόσφατα, [[νεοφώτιστος]]<br /><b>4.</b> ανανεωμένος<br /><b>5.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> [[ονομασία]] αιγυπτιακής θεότητας<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[νέον]]<br />η [[νεότητα]]<br /><b>7.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>oἱ νέοι</i><br />[[σωματείο]] ή [[οργάνωση]] νέων<br /><b>8.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) [[νέον]] και <i>τὸ [[νέον]]<br />[[μόλις]] [[πριν]] από λίγο, πρόσφατα<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐκ νέου» — και «ἐκ νέων» — από τη νεαρή [[ηλικία]]<br />β) «ἐκ [[νέας]]» και «[[αὖτις]] ἐκ νέης» — [[πάλι]], από την [[αρχή]], για δεύτερη ή για πολλοστή [[φορά]]<br />γ) «ἕνη καὶ νέα» — η παλαιά και η τελευταία [[ημέρα]], δηλ. η τελευταία [[ημέρα]] του [[μήνα]]<br />δ) «μηνὸς τῇ νέᾳ» — [[κατά]] την πρώτη [[ημέρα]] του [[μήνα]], την [[πρωτομηνιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[νέος]] <span style="color: red;"><</span> <i>νέFος</i> με σίγηση του -<i>F</i>- (<b>πρβλ.</b> μυκην. <i>newo</i>, κυπρ. <i>νεFόστατος</i>) ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>nu</i> (<b>πρβλ.</b> <i>νυ</i>, <i>νυν</i>) και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>nava</i>-, αβεστ. <i>nava</i>-, αρχ. σλαβ. <i>navas</i>, χεττιτ. <i>newa</i>-, λατ. <i>novus</i> κ.ά. Τα παράγωγα του επιθ., εξάλλου, εμφανίζονται σε παράλληλες μορφές στις διάφορες γλώσσες. Το παράγωγο [[νεαρός]] αντιστοιχεί στα: αρμ. <i>nor</i> «[[καινούργιος]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>nowero</i>-) και λατ. <i>nοverca</i>. Το μετονοματικό ρ. <i>νεῶ</i> (ΙΙ) αντιστοιχεί στα λατ. <i>nov</i><i>ā</i><i>re</i> και χεττιτ. <i>newahh</i>, ενώ το ουσ. [[νεότης]] στο λατ. <i>novitas</i> και ο τ. [[νέαξ]] στο αρχ. σλαβ. <i>novakŭ</i>. Ο τ. [[νεῖος]] δεν [[είναι]] [[αρχαίος]], [[αλλά]] πρόκειται για εκτεταμένη [[μορφή]] του επιθ. στην πρώτη [[συλλαβή]] [[προς]] [[εξυπηρέτηση]] μετρικών αναγκών. Το επίθ. [[νέος]] μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] <i>newo</i> (αντίθετο του <i>parajo</i> «[[παλαιός]]») στην οποία χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει περισσότερο πράγματα με τη σημ. «καινούργιο» και [[σπανίως]] πρόσωπα με τη σημ. «[[νέος]] σε [[ηλικία]], [[νεαρός]]». Το επίθ. [[νέος]], [[επειδή]] στην Ελληνική δεν εμφανίζεται [[άλλος]] τ. με τη σημ. του λατ. <i>juvenis</i> «[[νέος]] σε [[ηλικία]], [[νεαρός]]» (<b>πρβλ.</b> και αρχ. ινδ. <i>yuvan</i>-), αρχικά δήλωσε τη σημ. του νεαρού ατόμου, [[αλλά]] στη [[συνέχεια]] η σημ. του εξελίχθηκε και στη σημ. του καινούργιου, του πρόσφατου και κατ' [[επέκταση]] [[αυτού]] που επιφέρει αλλαγές, μεταβολές. Στις άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες δεν παρατηρείται αυτή η σημασιολογική [[εξέλιξη]], [[γιατί]] σ' αυτές υπήρχαν δύο διαφορετικοί τ., [[ένας]] [[προς]] [[δήλωση]] του νεαρού ατόμου και [[ένας]] [[άλλος]] [[προς]] [[δήλωση]] του καινούργιου γεγονότος ή πράγματος (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>juvenis</i> «[[νέος]] [[άνθρωπος]]», ενώ <i>novus</i> «[[καινούργιος]], [[πρόσφατος]]»). Στη Νεοελληνική ο τ. [[νιος]] προέρχεται από [[συνίζηση]] του [[νέος]]. Το επίθ., [[τέλος]], εμφανίζεται ως α' συνθετικό σε μεγάλο αριθμό συνθ. της Ελληνικής με τη [[μορφή]] <i>νε</i>(<i>ο</i>)- / <i>νι</i>(<i>ο</i>)-.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[νεάζω]], [[νεανίας]], [[νεαρός]], [[νεότης]], [[νεωστί]], [[νεώτατος]], [[νεώτερος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[νεαίνω]], [[νέαξ]], [[νεόθεν]], νεώ (Ι), <i>νεώ</i> (ΙΙ), [[νεώσσω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[νεούτσικος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> Βλ. λ. <i>νε</i>(<i>ο</i>)- / <i>νι</i>(<i>ο</i>)-]. | |||
}} | }} |