Anonymous

νάφθα: Difference between revisions

From LSJ
1,319 bytes added ,  29 September 2017
26
(Bailly1_3)
(26)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=(τό) :<br /><i>indécl.</i><br />naphte, sorte de bitume.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt oriental.
|btext=(τό) :<br /><i>indécl.</i><br />naphte, sorte de bitume.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt oriental.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[νάφθα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>χημ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] πτητικό και πολύ εύφλεκτο [[μίγμα]] υδρογονανθράκων που χρησιμοποιείται [[είτε]] ως [[διαλύτης]] ή [[μέσον]] αραίωσης [[είτε]] ως πρώτη ύλη για την [[παραγωγή]] βενζίνης<br /><b>2.</b> το ακάθαρτο [[πετρέλαιο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] διαφανούς και εύφλεκτου ελαίου το οποίο λαμβάνονταν από τη βαβυλωνιακή άσφαλτο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Έχει επιχειρηθεί η σύνδεσή του με την ιραν. [[ρίζα]] <i>nab</i>- «[[είμαι]] [[υγρός]]», το αβεστ. <i>napta</i> «[[υγρός]]», το περσ. <i>naft</i> «[[νάφθα]]» [[καθώς]] και με τα [[νέφος]], λατ. <i>Neptunus</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>nebh</i>-), [[χωρίς]] όμως να αποκλείεται και η μη ΙΕ προέλευσή του. Ο λατ. τ. <i>naphtha</i> [[είναι]] [[δάνειο]] από την Ελληνική].
}}
}}