Anonymous

ξηρόμυρον: Difference between revisions

From LSJ
27
(6_22)
(27)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξηρόμῠρον''': τό, ξηρὸν [[μύρον]], δηλ. ἄρωμα ἐν τεμαχίοις ἢ κόνει, Ἀέτ.
|lstext='''ξηρόμῠρον''': τό, ξηρὸν [[μύρον]], δηλ. ἄρωμα ἐν τεμαχίοις ἢ κόνει, Ἀέτ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ξηρόμυρον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> ξηρό [[μύρο]], δηλ. [[άρωμα]] σε [[στερεά]] [[μορφή]], σε τεμάχια ή [[σκόνη]]<br /><b>2.</b> το δενδρολίβανο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξηρός]] <span style="color: red;">+</span> [[μύρον]].
}}
}}