Anonymous

ξενοφυής: Difference between revisions

From LSJ
27
(6_7)
(27)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξενοφυής''': -ές, ὁ ἔχων ξένον ἢ παράδοξον [[σχῆμα]] ἢ φύσιν, Τζέτζ.
|lstext='''ξενοφυής''': -ές, ὁ ἔχων ξένον ἢ παράδοξον [[σχῆμα]] ἢ φύσιν, Τζέτζ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ξενοφυής]], -ές (Μ)<br />αυτός που έχει παράξενη [[φύση]] ή παράξενο [[σχήμα]] («θῆρες ξενοφυεῑς», Τζέτζ.)..<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φύω</i> / [[φύομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ιδιο</i>-<i>φυής</i>].
}}
}}