Anonymous

νευρώδης: Difference between revisions

From LSJ
27
(6_7)
(27)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νευρώδης''': -ες, = [[νευροειδής]], [[πλήρης]] νεύρων, [[ἰσχυρός]], Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18· [[τένων]] ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 797· κεφαλὴ Πλάτ. Τίμ. 75Β· φλὲψ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 13, κτλ. ΙΙ. τὸ νευρῶδες, τὸ νευρικὸν [[σύστημα]], Γαλην.
|lstext='''νευρώδης''': -ες, = [[νευροειδής]], [[πλήρης]] νεύρων, [[ἰσχυρός]], Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18· [[τένων]] ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 797· κεφαλὴ Πλάτ. Τίμ. 75Β· φλὲψ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 13, κτλ. ΙΙ. τὸ νευρῶδες, τὸ νευρικὸν [[σύστημα]], Γαλην.
}}
{{grml
|mltxt=-ες (ΑΜ [[νευρώδης]], -ῶδες) [[νεύρον]]<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] [[νεύρα]], [[μυώδης]]<br /><b>2.</b> [[δυνατός]], [[ισχυρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />πολύ [[έντονος]], [[γεμάτος]] [[ζωτικότητα]] («νευρώδες ύφος»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ νευρῶδες</i><br />α) το [[σημείο]] του σώματος που έχει [[πολλά]] [[νεύρα]]<br />β) το νευρικό [[σύστημα]].
}}
}}