Anonymous

νευρώδης: Difference between revisions

From LSJ
3b
(27)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (ΑΜ [[νευρώδης]], -ῶδες) [[νεύρον]]<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] [[νεύρα]], [[μυώδης]]<br /><b>2.</b> [[δυνατός]], [[ισχυρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />πολύ [[έντονος]], [[γεμάτος]] [[ζωτικότητα]] («νευρώδες ύφος»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ νευρῶδες</i><br />α) το [[σημείο]] του σώματος που έχει [[πολλά]] [[νεύρα]]<br />β) το νευρικό [[σύστημα]].
|mltxt=-ες (ΑΜ [[νευρώδης]], -ῶδες) [[νεύρον]]<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] [[νεύρα]], [[μυώδης]]<br /><b>2.</b> [[δυνατός]], [[ισχυρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />πολύ [[έντονος]], [[γεμάτος]] [[ζωτικότητα]] («νευρώδες ύφος»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ νευρῶδες</i><br />α) το [[σημείο]] του σώματος που έχει [[πολλά]] [[νεύρα]]<br />β) το νευρικό [[σύστημα]].
}}
{{elru
|elrutext='''νευρώδης:''' <b class="num">1)</b> состоящий из сухожилий ([[φλέψ]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> богатый сухожилиями ([[κεφαλή]] Plat.).
}}
}}