Anonymous

νωθής: Difference between revisions

From LSJ
1,621 bytes added ,  29 September 2017
27
(Autenrieth)
(27)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=ές: [[lazy]], [[sluggish]], Il. 11.559†.
|auten=ές: [[lazy]], [[sluggish]], Il. 11.559†.
}}
{{grml
|mltxt=[[νωθής]], -ές (Α)<br />1.[[νωθρός]], [[χαύνος]], [[οκνηρός]] («[[ὥσπερ]] ἵππῳ μεγάλῳ μὲν καὶ γενναίῳ ὑπὸ μεγέθους δὲ νωθεστέρῳ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βραδύνους]], αυτός που έχει μειωμένη [[αντίληψη]]<br /><b>3.</b> αυτός που υστερεί πνευματικά<br /><b>4.</b> (για το πυρ) [[ήρεμος]], [[μέτριος]], [[πράος]]<br /><b>5.</b> (για την ύλη) [[αδρανής]]<br /><b>6.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>νωθές</i><br />με ανόητο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], η λ. [[είναι]] συνθ. με α' συνθετικό το στερητ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>- και με β' συνθετικό [[είτε]] το ρ. <i>ὠθῶ</i> ([[οπότε]] αρχ. σημ. του [[νωθής]] [[είναι]] «αυτός που δεν κουνιέται από τη [[θέση]] του») [[είτε]] το ρ. [[ὄθομαι]], με αρχ. σημ. «αυτός που δεν νοιάζεται για [[τίποτε]]». Η λ. [[νωθής]] και το παράγωγο [[νωθρός]] από την αρχική σημ. της ακινησίας και αδράνειας χρησιμοποιήθηκαν στην ιατρική [[ορολογία]] με τη σημ. της βραδύνοιας, της μειωμένης πνευματικής αντίληψης].
}}
}}