Anonymous

μουσίζω: Difference between revisions

From LSJ
26
(6_4)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μουσίζω''': ᾄδω ἢ [[παίζω]], Δωρ. [[μουσίσδω]], Θεόκρ. 8. 38., 11. 81· Λακων. μουσίδδω, Ἡσύχ.· - Μέσ., ἐπὶ ἐνεργ. σημασ., ἄχαριν κέλαδον μουσιζόμενος Εὐρ. Κύκλ. 489.
|lstext='''μουσίζω''': ᾄδω ἢ [[παίζω]], Δωρ. [[μουσίσδω]], Θεόκρ. 8. 38., 11. 81· Λακων. μουσίδδω, Ἡσύχ.· - Μέσ., ἐπὶ ἐνεργ. σημασ., ἄχαριν κέλαδον μουσιζόμενος Εὐρ. Κύκλ. 489.
}}
{{grml
|mltxt=[[μουσίζω]], δωρ. τ. [[μουσίσδω]] (Α) [[[μούσα]] (Ι)]<br />[[τραγουδώ]] ή [[παίζω]] όργανο.
}}
}}