Anonymous

μουσίζω: Difference between revisions

From LSJ
5
(26)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μουσίζω]], δωρ. τ. [[μουσίσδω]] (Α) [[[μούσα]] (Ι)]<br />[[τραγουδώ]] ή [[παίζω]] όργανο.
|mltxt=[[μουσίζω]], δωρ. τ. [[μουσίσδω]] (Α) [[[μούσα]] (Ι)]<br />[[τραγουδώ]] ή [[παίζω]] όργανο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''μουσίζω:''' Δωρ. Μουσίσδω ([[μοῦσα]]), μόνο στον ενεστ., [[τραγουδώ]], [[ψάλλω]], σε Θεόκρ. — Μέσ. με Ενεργ. [[σημασία]], σε Ευρ.
}}
}}