Anonymous

ξύλινος: Difference between revisions

From LSJ
1,047 bytes added ,  29 September 2017
27
(T22)
(27)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ξυλίνη, ξύλινον ([[ξύλον]]), from [[Pindar]] and [[Herodotus]] [[down]], [[wooden]], made of [[wood]]: [[σκεύη]], εἴδωλα, Θεοί, Jeremiah 29)).
|txtha=ξυλίνη, ξύλινον ([[ξύλον]]), from [[Pindar]] and [[Herodotus]] [[down]], [[wooden]], made of [[wood]]: [[σκεύη]], εἴδωλα, Θεοί, Jeremiah 29)).
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο, (ΑΜ [[ξύλινος]], -ίνη, -ον, Α αττ. τ. σύλινος, -ίνη, -ον) [[ξύλον]]<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από [[ξύλο]] ή αποτελούμενος από [[ξύλο]] (α. «ξύλινες καλύβες» β. «ξύλινα τείχη» — τα πλοία, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ξύλινο</i>(<i>ν</i>)<br />[[τσόκαρο]], ξύλινο πέδιλο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ξύλινος]] [[θίασος]]» — τα ανδρείκελα του φασουλή<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βαμβακερός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αγροίκος]], [[ηλίθιος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[πίνακας]] γραψίματος<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ξύλινος]] [[καρπός]]» — το [[προϊόν]] τών δένδρων, όπως [[είναι]] οι καρποί, το [[κρασί]], το [[λάδι]].
}}
}}