Anonymous

ξύλινος: Difference between revisions

From LSJ
5
(27)
(5)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο, (ΑΜ [[ξύλινος]], -ίνη, -ον, Α αττ. τ. σύλινος, -ίνη, -ον) [[ξύλον]]<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από [[ξύλο]] ή αποτελούμενος από [[ξύλο]] (α. «ξύλινες καλύβες» β. «ξύλινα τείχη» — τα πλοία, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ξύλινο</i>(<i>ν</i>)<br />[[τσόκαρο]], ξύλινο πέδιλο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ξύλινος]] [[θίασος]]» — τα ανδρείκελα του φασουλή<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βαμβακερός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αγροίκος]], [[ηλίθιος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[πίνακας]] γραψίματος<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ξύλινος]] [[καρπός]]» — το [[προϊόν]] τών δένδρων, όπως [[είναι]] οι καρποί, το [[κρασί]], το [[λάδι]].
|mltxt=-η, -ο, (ΑΜ [[ξύλινος]], -ίνη, -ον, Α αττ. τ. σύλινος, -ίνη, -ον) [[ξύλον]]<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από [[ξύλο]] ή αποτελούμενος από [[ξύλο]] (α. «ξύλινες καλύβες» β. «ξύλινα τείχη» — τα πλοία, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ξύλινο</i>(<i>ν</i>)<br />[[τσόκαρο]], ξύλινο πέδιλο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ξύλινος]] [[θίασος]]» — τα ανδρείκελα του φασουλή<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βαμβακερός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αγροίκος]], [[ηλίθιος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[πίνακας]] γραψίματος<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ξύλινος]] [[καρπός]]» — το [[προϊόν]] τών δένδρων, όπως [[είναι]] οι καρποί, το [[κρασί]], το [[λάδι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ξύλῐνος:''' [ῠ], -η, -ον ([[ξύλον]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που είναι φτιαγμένος από [[ξύλο]], [[ξύλινος]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[κούτσουρο]], [[χοντροκέφαλος]], [[νοῦς]], σε Ανθ.
}}
}}