3,251,689
edits
(6_8) |
(27) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νυκτερείσιος''': ἐσφαλ. γραφὴ ἀντὶ [[νυκτερήσιος]], ὃ ἴδε. | |lstext='''νυκτερείσιος''': ἐσφαλ. γραφὴ ἀντὶ [[νυκτερήσιος]], ὃ ἴδε. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νυκτερείσιος]], -ον (Α)<br />(κωμική λ.) (πιθ. εσφ. γρφ.) [[αντί]] [[νυκτερήσιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. προήλθε από το [[νυκτερήσιος]] με παρετυμολογική [[επίδραση]] του ρ. [[ἐρείδω]] [[χάριν]] λογοπαιγνίου. Η λ. μαρτυρείται στον Αριστοφάνη]. | |||
}} | }} |