νυκτερείσιος
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
English (LSJ)
νυκτερείσιον, (νύξ, ἐρείδω) Com. Adj. formed like νυκτερήσιος, sens. obsc., ἔργα Ar.Th.204.
German (Pape)
= νυκτερήσιος, mit komischer Anspielung auf ἐρείδω, Ar. Thesm. 204.
Russian (Dvoretsky)
νυκτερείσιος: (игра слов, по созвучию с ἐρείδω Arph.) = νυκτερήσιος.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτερείσιος: ἐσφαλ. γραφὴ ἀντὶ νυκτερήσιος, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
νυκτερείσιος, -ον (Α)
(κωμική λ.) (πιθ. εσφ. γρφ.) αντί νυκτερήσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε από το νυκτερήσιος με παρετυμολογική επίδραση του ρ. ἐρείδω χάριν λογοπαιγνίου. Η λ. μαρτυρείται στον Αριστοφάνη].