3,274,216
edits
(6_21) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μύλλον''': τό, [[χεῖλος]], [[Πολυδ]]. Β΄, 90. (Συγγενὲς τῷ μύω, μύλω). | |lstext='''μύλλον''': τό, [[χεῖλος]], [[Πολυδ]]. Β΄, 90. (Συγγενὲς τῷ μύω, μύλω). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μύλλον]], τὸ (Α)<br />[[χείλος]] («καὶ γὰρ τὰ χείλη μύλλα προσαγορεύουσι»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. [[μύλλον]], [[μυλλός]] (I), [[μυλλαίνω]] ανάγονται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>m</i><i>ū</i>, ηχομίμηση του υπόκωφου ήχου που παράγεται με πιεσμένα τα χείλη, άναρθρο [[μουρμούρισμα]] (<b>πρβλ.</b> <i>μυ</i>-<i>κ</i>-<i>ῶμαι</i> «[[μουγκρίζω]]», [[μύζω]] Ι) με [[επίθημα]] -<i>λος</i> και εκφραστικό διπλασιασμό του -<i>λ</i>- του επιθήματος. Οι τ. συνδέονται με: αρχ. άνω γερμ. <i>m</i><i>ū</i><i>la</i>, γερμ. <i>Μaul</i> «[[ρύγχος]], [[στόμα]] ζώου» και με αρχ. ινδ. <i>m</i><i>ū</i><i>la</i>- «[[ρίζα]]» (από την οποία τρέφονται τα φυτά). Η λ. [[μύλλον]] εμφανίζεται στα ανθρωπωνύμια: <i>Μύλλος</i>, <i>Μυλλίων</i>, <i>Μυλλέας</i>, <i>Μυλλίς</i> ([[εκτός]] κι αν ορισμένα από αυτά συνδέονται με το [[ψάρι]] [[μύλλος]])]. | |||
}} | }} |