μύλλον
ἀσκὸς ὕστερον δεδάρθαι κἀπιτετρίφθαι γένος → I'd be willing to be flayed into a wineskin afterwards and to have my line wiped out
English (LSJ)
τό, lip, Poll.2.90.
German (Pape)
[Seite 217] τό, die Lippe, Poll. 2, 90.
Greek (Liddell-Scott)
μύλλον: τό, χεῖλος, Πολυδ. Β΄, 90. (Συγγενὲς τῷ μύω, μύλω).
Greek Monolingual
μύλλον, τὸ (Α)
χείλος («καὶ γὰρ τὰ χείλη μύλλα προσαγορεύουσι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μύλλον, μυλλός (I), μυλλαίνω ανάγονται στην ΙΕ ρίζα mū, ηχομίμηση του υπόκωφου ήχου που παράγεται με πιεσμένα τα χείλη, άναρθρο μουρμούρισμα (πρβλ. μυ-κ-ῶμαι «μουγκρίζω», μύζω Ι) με επίθημα -λος και εκφραστικό διπλασιασμό του -λ- του επιθήματος. Οι τ. συνδέονται με: αρχ. άνω γερμ. mūla, γερμ. Μaul «ρύγχος, στόμα ζώου» και με αρχ. ινδ. mūla- «ρίζα» (από την οποία τρέφονται τα φυτά). Η λ. μύλλον εμφανίζεται στα ανθρωπωνύμια: Μύλλος, Μυλλίων, Μυλλέας, Μυλλίς (εκτός κι αν ορισμένα από αυτά συνδέονται με το ψάρι μύλλος)].
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: lip (Poll. 2, 90; pl.).
Derivatives: μυλλ-αίνω, -ίζω (Phot., Suid.; Debrunner IF 21, 58 f.), μυλλάω in μεμύλληκε διέστραπται, συνέστραπται H. distort the mouth, make mouths. Also with intensive reduplication μοιμύλλειν θηλάζειν, ἐσθίειν. καὶ τὰ χείλη προσάπτειν ἀλλήλοις H. (Hippon., Com. Adesp.; cf. μοιμυάω s. μύω). Adj., prob. a backformation, μυλλός (cod. -ύ-) = καμπύλος, σκολιός, κυλλός, στρεβλός H., also Eust. 906, 54 (= squint-eyed).
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]X [probably]
Etymology: Like μῦθος(?), μυκάομαι from sound-imitating μῦ with expressive gemination of the λ-suffix (cf. Chantraine Form. 238 f.)? Beside it with single consonant Germ., e.g. OHG mūla f., MHG mūl n. Maul, (and also Skt. mū́la- n. root? as drinking organ of plants; Wackernagel BerlAkSb. 1918, 410f. a. KZ 59, 28 = Kl. Schriften 1, 329f. a. 348; but DELG notes that for Mayrhofer KEWA a Dravidian origin is not impossible). -- Further cf. μύω.
See also: Weiteres s. μύω.
Frisk Etymology German
μύλλον: {múllon}
Grammar: n.
Meaning: Lippe (Poll. 2, 90; pl.)
Derivative: mit μυλλαίνω, -ίζω (Phot., Suid.; Debrunner IF 21, 58 f.), μυλλάω in μεμύλληκε· διέστραπται, συνέστραπται H. den Mund verziehen, Gesichter schneiden. Auch mit intensiver Reduplikation μοιμύλλειν· θηλάζειν, ἐσθίειν. καὶ τὰ χείλη προσάπτειν ἀλλήλοις H. (Hippon., Kom. Adesp.; vgl. μοιμυάω s. μύω). Adj., wohl als Rückbildung, μυλλός (cod. -ύ-) = καμπύλος, σκολιός, κυλλός, στρεβλόςH., auch Eust. 906, 54 (= schieläugig).
Etymology: Wie μῦθος, μυκάομαι u. a. aus dem schallnachahmenden μῦ mit expressiver Gemination des λ-Suffixes (vgl. Chantraine Form. 238 f.). Daneben mit einfachem Konsonanten germ, z.B. ahd. mūla f., mhd. mūl n. ’Maul’, wozu wohl noch aind. mū́la- n. Wurzel (als Trinkorgan der Pflanzen; Wackernagel BerlAkSb. 1918, 410f. u. KZ 59, 28 = Kl. Schriften 1, 329f. u. 348). — Weiteres s. μύω.
Page 2,270