Anonymous

ὁμολόγημα: Difference between revisions

From LSJ
28
(Bailly1_4)
(28)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />objet de convention.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμολογέω]].
|btext=ατος (τό) :<br />objet de convention.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμολογέω]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[μολόγημα]], το (Α [[ὁμολόγημα]]) [[ομολογώ]]<br /><b>1.</b> αυτό που ομολογήθηκε, η [[ομολογία]]<br /><b>2.</b> αυτό που συμφωνήθηκε, η [[συμφωνία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εμπορική [[συμφωνία]], [[συμβόλαιο]]<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που λαμβάνεται ή θεωρείται ως δεδομένο.
}}
}}