ὁμολόγημα

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμολόγημα Medium diacritics: ὁμολόγημα Low diacritics: ομολόγημα Capitals: ΟΜΟΛΟΓΗΜΑ
Transliteration A: homológēma Transliteration B: homologēma Transliteration C: omologima Beta Code: o(molo/ghma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A that which is agreed upon, that which is taken for granted, that which is postulated, Pl.Phd. 93d, Grg.480b, al.
2 convention, compact, νόμος ἐστὶν ὁ. πόλεως κοινόν Arist.Rh.Al.1422a2, cf. 1424a10; in commerce, agreement or contract, POxy.237iv6 (ii A. D.), etc.
3 admission, ὡς.. Hyp.Ath.20.

German (Pape)

[Seite 338] τό, das Zugestandene, worüber man übereingekommen ist, Plat. Gorg. 480 b Theaet. 155 b u. öfter, u. einzeln bei Sp.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
objet de convention.
Étymologie: ὁμολογέω.

Russian (Dvoretsky)

ὁμολόγημα: ατος τό
1 признанное положение, принятое допущение Plat.;
2 соглашение, договор, взаимное условие (ὁ. κοινόν Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμολόγημα: τό, τὸ ὁμολογηθέν, Πλάτ. Φαίδων 93D, Γοργ. 480Β, κ. ἀλλ. 2) τὸ συμφωνηθὲν, συμφωνία, νόμος ... ἐστὶν ὁμ. πόλεως κοινὸν Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 2, 7, πρβλ. 3. 12.

Greek Monolingual

και μολόγημα, το (Α ὁμολόγημα) ομολογώ
1. αυτό που ομολογήθηκε, η ομολογία
2. αυτό που συμφωνήθηκε, η συμφωνία
αρχ.
1. εμπορική συμφωνία, συμβόλαιο
2. καθετί που λαμβάνεται ή θεωρείται ως δεδομένο.

Greek Monotonic

ὁμολόγημα: -ατος, τό, αυτό που έχει συμφωνηθεί, που θεωρείται δεδομένο, αυταπόδεικτο, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ὁμολόγημα, ατος, τό, [from ὁμολογέω
that which is agreed upon, taken for granted, a postulate, Plat.

English (Woodhouse)

confession

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)