Anonymous

μυότρωτος: Difference between revisions

From LSJ
26
(6_15)
 
(26)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μυότρωτος''': -ον, (μῦς IV) ὁ τρωθεὶς κατὰ τοὺς μῦς, Διοσκ. 1. 68.
|lstext='''μυότρωτος''': -ον, (μῦς IV) ὁ τρωθεὶς κατὰ τοὺς μῦς, Διοσκ. 1. 68.
}}
{{grml
|mltxt=[[μυότρωτος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει πληγωθεί στους μυς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυς</i>, <i>μυός</i> «όργανο του σώματος» <span style="color: red;">+</span> -<i>τρωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τιτρώσκω]]) «[[πληγώνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>δουρί</i>-<i>τρωτος</i>].
}}
}}