μυότρωτος

From LSJ

ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυότρωτος Medium diacritics: μυότρωτος Low diacritics: μυότρωτος Capitals: ΜΥΟΤΡΩΤΟΣ
Transliteration A: myótrōtos Transliteration B: myotrōtos Transliteration C: myotrotos Beta Code: muo/trwtos

English (LSJ)

ον, (μῦς IV) hurt in the muscles, Dsc. 1.58.

Greek (Liddell-Scott)

μυότρωτος: -ον, (μῦς IV) ὁ τρωθεὶς κατὰ τοὺς μῦς, Διοσκ. 1. 68.

Greek Monolingual

μυότρωτος, -ον (Α)
αυτός που έχει πληγωθεί στους μυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυς, μυός «όργανο του σώματος» + -τρωτος (< τιτρώσκω) «πληγώνω»), πρβλ. δουρίτρωτος].

German (Pape)

an den Muskeln verwundet, verletzt, Diosc.