Anonymous

μυστηριώδης: Difference between revisions

From LSJ
3
(26)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (ΑΜ [[μυστηριώδης]], -ῶδες) [[μυστήριον]]<br />[[ακατανόητος]], [[ακατάληπτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ενεργεί ή γίνεται με [[μυστικό]] και απόκρυφο τρόπο («μυστηριώδεις συνεννοήσεις»)<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[φάρμακο]]) αυτό του οποίου η [[σύσταση]] τηρείται μυστική. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[μυστηριωδώς]] (Α μυστηριωδῶς)<br />με μυστηριώδη τρόπο.
|mltxt=-ες (ΑΜ [[μυστηριώδης]], -ῶδες) [[μυστήριον]]<br />[[ακατανόητος]], [[ακατάληπτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ενεργεί ή γίνεται με [[μυστικό]] και απόκρυφο τρόπο («μυστηριώδεις συνεννοήσεις»)<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[φάρμακο]]) αυτό του οποίου η [[σύσταση]] τηρείται μυστική. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[μυστηριωδώς]] (Α μυστηριωδῶς)<br />με μυστηριώδη τρόπο.
}}
{{elru
|elrutext='''μυστηριώδης:''' тайный, таинственный (τελεταί Plut.).
}}
}}