Anonymous

μῶμαι: Difference between revisions

From LSJ
630 bytes added ,  29 September 2017
26
(Bailly1_3)
(26)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[μάω]].
|btext=v. [[μάω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μῶμαι]], -άομαι (Α)<br />(ποιητ. τ. του [[μαίομαι]])<br /><b>1.</b> [[ποθώ]], [[επιζητώ]]<br /><b>2.</b> [[μελετώ]], έχω σκοπό, [[προτίθεμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. εμφανίζει πιθ. την εκτεταμένη - ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] ( <i>m</i><i>ō</i>-) της ΙΕ ρίζας <i>me</i>- «[[επιθυμώ]] σφοδρά» και συνδέεται με τα ρ. [[μαίομαι]] και <i>μαιμῶ</i>, -<i>άω</i> «[[επιθυμώ]], [[λαχταρώ]]»].
}}
}}