Anonymous

μῶμαι: Difference between revisions

From LSJ
5
(26)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μῶμαι]], -άομαι (Α)<br />(ποιητ. τ. του [[μαίομαι]])<br /><b>1.</b> [[ποθώ]], [[επιζητώ]]<br /><b>2.</b> [[μελετώ]], έχω σκοπό, [[προτίθεμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. εμφανίζει πιθ. την εκτεταμένη - ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] ( <i>m</i><i>ō</i>-) της ΙΕ ρίζας <i>me</i>- «[[επιθυμώ]] σφοδρά» και συνδέεται με τα ρ. [[μαίομαι]] και <i>μαιμῶ</i>, -<i>άω</i> «[[επιθυμώ]], [[λαχταρώ]]»].
|mltxt=[[μῶμαι]], -άομαι (Α)<br />(ποιητ. τ. του [[μαίομαι]])<br /><b>1.</b> [[ποθώ]], [[επιζητώ]]<br /><b>2.</b> [[μελετώ]], έχω σκοπό, [[προτίθεμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. εμφανίζει πιθ. την εκτεταμένη - ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] ( <i>m</i><i>ō</i>-) της ΙΕ ρίζας <i>me</i>- «[[επιθυμώ]] σφοδρά» και συνδέεται με τα ρ. [[μαίομαι]] και <i>μαιμῶ</i>, -<i>άω</i> «[[επιθυμώ]], [[λαχταρώ]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μῶμαι:''' βλ. [[λήμμα]] *μάω II.
}}
}}