Anonymous

μωλύω: Difference between revisions

From LSJ
1,091 bytes added ,  29 September 2017
26
(6_6)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μωλύω''': ἐπὶ κρέατος βαθμηδὸν μαραίνομαι, ὀλίγον κατ’ ὀλίγον χάνομαι, λυώνω (ψηνόμενον)· «μωλύον [[κρέας]] λέγεται τὸ [[ἠρέμα]] διαχεόμενον καὶ μὴ συνεστὼς» Α. Β. 52. 7· πρβλ. [[μωλύνομαι]].
|lstext='''μωλύω''': ἐπὶ κρέατος βαθμηδὸν μαραίνομαι, ὀλίγον κατ’ ὀλίγον χάνομαι, λυώνω (ψηνόμενον)· «μωλύον [[κρέας]] λέγεται τὸ [[ἠρέμα]] διαχεόμενον καὶ μὴ συνεστὼς» Α. Β. 52. 7· πρβλ. [[μωλύνομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μωλύω]] και [[μωλύνω]] (Α)<br /><b>1.</b> (για [[κρέας]]) [[λειώνω]] [[βαθμηδόν]] [[καθώς]] ψήνομαι<br /><b>2.</b> (συν. το μέσ.) <i>μωλύομαι</i> και [[μωλύνομαι]]<br />α) δεν [[βράζω]] [[τελείως]], υποβράζω, [[σιγοβράζω]]<br />β) (για πληγές) i) δεν [[φθάνω]] σε [[ωρίμαση]], μαραίνομαι, εξαφανίζομαι [[σιγά]] [[σιγά]]<br />ii) [[καταλήγω]] σε [[σήψη]], [[γίνομαι]] [[σηπτικός]] («ἣν [[ἕλκος]] γένηται..., καὶ μὴ ταχὺ ὑγιανθῇ, ἀλλὰ μωλυνθῇ», Ιπποκρ.)<br />γ) <b>μτφ.</b> [[χαλαρώνω]] («μεμωλυσμένη<br />παρειμένη», <b>Ησύχ.</b>)<br />δ) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μωλύεται<br />γηράσκει».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται άμεσα με τον τ. [[μῶλυς]] <b>βλ. λ.</b>].
}}
}}