3,274,917
edits
(T22) |
(26) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=μωρίας, ἡ ([[μωρός]]), [[first]] in [[Herodotus]] 1,146 ([[Sophocles]], others). [[foolishness]]: Sirach 20:31). | |txtha=μωρίας, ἡ ([[μωρός]]), [[first]] in [[Herodotus]] 1,146 ([[Sophocles]], others). [[foolishness]]: Sirach 20:31). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (ΑΜ [[μωρία]], Α ιων. τ. μωρίη, Μ και ἀμωρία) [[μωρός]]<br />η [[ιδιότητα]] του μωρού, [[βλακεία]], [[ανοησία]], [[αφροσύνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> διανοητική [[καθυστέρηση]] σε βαθμό που απαιτείται [[φροντίδα]] και [[προστασία]] του πάσχοντος<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) [[λόγος]] ή [[πράξη]] ανόητη, απερίσκεπτη, [[κουταμάρα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πράξη]], [[κατόρθωμα]] της παιδικής ηλικίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ευφημιστικά) [[αθέμιτος]], [[παράνομος]] [[έρωτας]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ὀφλισκάνω]] μωρίαν» — [[φαίνομαι]] [[ανόητος]], [[επισύρω]] με τις πράξεις μου για τον εαυτό μου την [[υποψία]] ότι [[είμαι]] [[ανόητος]], κατηγορούμαι ως [[μωρός]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μωρίαι]]<br />ἁμαρτίαι». | |||
}} | }} |