Anonymous

μωρία: Difference between revisions

From LSJ
548 bytes added ,  30 December 2018
5
(26)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[μωρία]], Α ιων. τ. μωρίη, Μ και ἀμωρία) [[μωρός]]<br />η [[ιδιότητα]] του μωρού, [[βλακεία]], [[ανοησία]], [[αφροσύνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> διανοητική [[καθυστέρηση]] σε βαθμό που απαιτείται [[φροντίδα]] και [[προστασία]] του πάσχοντος<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) [[λόγος]] ή [[πράξη]] ανόητη, απερίσκεπτη, [[κουταμάρα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πράξη]], [[κατόρθωμα]] της παιδικής ηλικίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ευφημιστικά) [[αθέμιτος]], [[παράνομος]] [[έρωτας]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ὀφλισκάνω]] μωρίαν» — [[φαίνομαι]] [[ανόητος]], [[επισύρω]] με τις πράξεις μου για τον εαυτό μου την [[υποψία]] ότι [[είμαι]] [[ανόητος]], κατηγορούμαι ως [[μωρός]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μωρίαι]]<br />ἁμαρτίαι».
|mltxt=η (ΑΜ [[μωρία]], Α ιων. τ. μωρίη, Μ και ἀμωρία) [[μωρός]]<br />η [[ιδιότητα]] του μωρού, [[βλακεία]], [[ανοησία]], [[αφροσύνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> διανοητική [[καθυστέρηση]] σε βαθμό που απαιτείται [[φροντίδα]] και [[προστασία]] του πάσχοντος<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) [[λόγος]] ή [[πράξη]] ανόητη, απερίσκεπτη, [[κουταμάρα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πράξη]], [[κατόρθωμα]] της παιδικής ηλικίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ευφημιστικά) [[αθέμιτος]], [[παράνομος]] [[έρωτας]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ὀφλισκάνω]] μωρίαν» — [[φαίνομαι]] [[ανόητος]], [[επισύρω]] με τις πράξεις μου για τον εαυτό μου την [[υποψία]] ότι [[είμαι]] [[ανόητος]], κατηγορούμαι ως [[μωρός]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μωρίαι]]<br />ἁμαρτίαι».
}}
{{lsm
|lsmtext='''μωρία:''' Ιων. -ίη, ἡ ([[μῶρος]]), [[ηλιθιότητα]], [[ανοησία]], <i>μωρίαν ἐπιφέρειν τινί</i>, του [[προσάπτω]] τον χαρακτηρισμό του ανόητου, σε Ηρόδ.· <i>μωρίαν ὀφλισκάνειν</i>, του έχει καταλογιστεί η [[ανοησία]], σε Σοφ.· ἐδόκει [[μωρία]] [[εἶναι]] [[ταῦτα]], σε Θουκ.· <i>τῆς μωρίας!</i> τι [[ανοησία]]! σε Αριστοφ.
}}
}}