3,274,921
edits
(Bailly1_3) |
(26) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες :<br />qui domine sur mer.<br />'''Étymologie:''' [[ναῦς]], [[κράτος]]. | |btext=ης, ες :<br />qui domine sur mer.<br />'''Étymologie:''' [[ναῦς]], [[κράτος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και αφκράτης, ο (ΑΜ [[ναυκράτης]], Α και ως επίθ. [[ναυκρατής]], -ές)<br />αυτός που κυριαρχεί στη [[θάλασσα]], ο [[θαλασσοκράτορας]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />περκόμορφο [[ψάρι]] της οικογένειας carangidae σε [[σχήμα]] ατράκτου, για το οποίο υπάρχουν διάφοροι θρύλοι, όπως ότι κολλούσε στα [[πλευρά]] του πλοίου και εμπόδιζε την [[κίνηση]] ή ότι εκτελεί χρέη οδηγού του καρχαρία, [[επειδή]], όπως συμβαίνει στην [[πραγματικότητα]], ακολουθεί τους καρχαρίες και τα πλοία για να τρέφεται από παράσιτα ή υπολείμματα τροφών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κρατης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κρατῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>θαλασσο</i>-<i>κράτης</i>]. | |||
}} | }} |