ναυκράτης
Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.
English (LSJ)
(parox.), ου, ὁ, holding a ship fast: name of a fish, τὴν ἐχενηΐδα ναυκράτην ἔγραψέ τις Eust.1490.19, cf. Cyran.31.
German (Pape)
[Seite 231] ες, zu Schiffe die Oberhand habend, mit den Schiffen gewaltig, herrschend, ναυκράτεες θαλάσσης, Her. 5, 36. – Auch ein Fisch, der sonst ἐχενηΐς heißt, wurde so genannt, ein Schiff festhaltend, Sp.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
qui domine sur mer.
Étymologie: ναῦς, κράτος.
Russian (Dvoretsky)
ναυκράτης: (ᾰτ) имеющий превосходство во флоте: ν. θαλάσσης Her. господствующий на море.
Greek (Liddell-Scott)
ναυκράτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ἡ, ὁ θαλασσοκράτωρ ἢ ἡ θαλασσοκράτειρα, ναυκράτεες τῆς θαλάσσης, θαλασσοκράτορες, Ἡρόδ. 5, 36. ΙΙ. ὁ κρατῶν πλοῖόν τι στερεῶς· ναυκράτης, ὁ, ἰχθύς τις ὅμοιος τῇ ἐχενηΐδι, Εὐστ. 1490. 19, Γεωργ. Πισίδ. Ἑξαήμ. 987. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 119.
Greek Monolingual
και αφκράτης, ο (ΑΜ ναυκράτης, Α και ως επίθ. ναυκρατής, -ές)
αυτός που κυριαρχεί στη θάλασσα, ο θαλασσοκράτορας
νεοελλ.-μσν.
περκόμορφο ψάρι της οικογένειας carangidae σε σχήμα ατράκτου, για το οποίο υπάρχουν διάφοροι θρύλοι, όπως ότι κολλούσε στα πλευρά του πλοίου και εμπόδιζε την κίνηση ή ότι εκτελεί χρέη οδηγού του καρχαρία, επειδή, όπως συμβαίνει στην πραγματικότητα, ακολουθεί τους καρχαρίες και τα πλοία για να τρέφεται από παράσιτα ή υπολείμματα τροφών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς + -κρατης (< κρατῶ), πρβλ. θαλασσοκράτης].
Greek Monotonic
ναυκράτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ἡ (κρατέω), θαλασσοκράτορας ή θαλασσοκράτειρα, σε Ηρόδ.