Anonymous

νεογιλός: Difference between revisions

From LSJ
26
(Bailly1_3)
(26)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[νεογιλλός]].
|btext=v. [[νεογιλλός]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[νεογιλός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που γεννήθηκε πρόσφατα, ο [[νεογέννητος]] («καί σε Κόως ἀτίταλλε [[βρέφος]] νεογιλὸν ἐόντα», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τα δόντια) αυτός που φύεται [[πρώτος]], [[πρωτοφυής]], [[γαλαξίας]] («[[εἰσόκε]] μὲν νεογιλὸν ὑπὸ στομάτεσσιν ὀδόντα καὶ γλαγερὸν φορέουσι [[δέμας]]», Οππ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «νεογιλή [[οδοντοφυΐα]]» ή «νεογιλοί οδόντες» — η πρώτη προσωρινή [[οδοντοφυΐα]] τών διφυόδοντων σπονδυλοζώων<br /><b>αρχ.</b><br />(για τη ζωή) αυτός που [[είναι]] [[σύντομος]], [[βραχύς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για συνθ. λ. με α' συνθετικό <i>νε</i>(<i>ο</i>)- και β' συνθετικό πιθ. έναν αμάρτυρο τ. [[γιλός]] «μικρό [[παιδί]]», που μαρτυρείται στο μυκηναϊκό <i>kira</i> = <i>γίλα</i> «μικρή [[κόρη]]» (<b>πρβλ.</b> τα ανθρωπωνύμια <i>Γίλος</i>, <i>Γιλίων</i>, <i>Γίλις</i> και <i>Γιλίς</i>). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το β' συνθετικό της λ. ανάγεται σε αμάρτυρο τ. <i>γίδλος</i> και συνδέεται με λιθουαν. <i>žindu</i> «[[θηλάζω]], [[βυζαίνω]]»].
}}
}}