Anonymous

νεογιλός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_11)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεογῑλός''': -ή, -όν, ὁ νεωστὶ γεννηθείς, γεογενής, γεογέννητος, [[σκύλαξ]] Ὀδ. Μ. 86· [[βρέφος]] Ἰσαῖ. παρὰ [[Πολυδ]]. Β΄, 8, Θεόκρ. 17. 58· ὀδοὺς ν., [[πρωτοφυής]], Ὀππ. Κυν. 1. 199· βίου [[χρόνος]] ν., [[βίος]] βραχὺς ὡς ἡ παιδικὴ [[ἡλικία]], Λουκ. Ἀλκυὼν 3, [[ἔνθα]] ἴδε Hemst. (Οἱ γραμμ. ἑρμηνεύουσιν αὐτὸ διὰ τοῦ [[νεογλαγής]]).
|lstext='''νεογῑλός''': -ή, -όν, ὁ νεωστὶ γεννηθείς, γεογενής, γεογέννητος, [[σκύλαξ]] Ὀδ. Μ. 86· [[βρέφος]] Ἰσαῖ. παρὰ [[Πολυδ]]. Β΄, 8, Θεόκρ. 17. 58· ὀδοὺς ν., [[πρωτοφυής]], Ὀππ. Κυν. 1. 199· βίου [[χρόνος]] ν., [[βίος]] βραχὺς ὡς ἡ παιδικὴ [[ἡλικία]], Λουκ. Ἀλκυὼν 3, [[ἔνθα]] ἴδε Hemst. (Οἱ γραμμ. ἑρμηνεύουσιν αὐτὸ διὰ τοῦ [[νεογλαγής]]).
}}
{{bailly
|btext=v. [[νεογιλλός]].
}}
}}