3,277,020
edits
(6_16) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νεογέννητος''': -ον, = τῷ προηγ., Φώτ. ἐν λέξει νεογιλόν. | |lstext='''νεογέννητος''': -ον, = τῷ προηγ., Φώτ. ἐν λέξει νεογιλόν. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[νιογέννητος]], -η, -ο (ΑΜ [[νεογέννητος]], Μ και νηογέννητος, -ον)<br />αυτός που γεννήθηκε [[μόλις]] [[πριν]] από λίγο, [[αρτιγέννητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το νεογέννητο</i><br />το [[νεογνό]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που έχει εμφανιστεί πρόσφατα ή αυτός που έχει προκύψει πρόσφατα («το νεογέννητο το φως», <b>Σολωμ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γέννητος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>γεννῶ</i>)]. | |||
}} | }} |